-
1 ήμων
ἀμάω 1reap corn: imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)ἀμάω 1reap corn: imperf ind act 1st sg (attic epic ionic)ἤ̱μων, ἀμάω 1reap corn: imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)ἤ̱μων, ἀμάω 1reap corn: imperf ind act 1st sg (attic epic ionic)ἀμόωhang: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)ἀμόωhang: imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)——————ἥμωνthrower: masc nom /voc sg -
2 ἥμων
ἥμων, ονος, ὁ (ἵημι), der Werfende, Schießende, ἄνδρες ἥμονες Il. 23, 886, VLL. ἀκοντισταί.
-
3 ημών
-
4 ἡμῶν
-
5 ἤμων
-
6 ἥμων
-
7 ἥμων
ἥμων, ονος ( ἵημι): darter; ἥμονες ἄνδρες, ‘javelin men,’ Il. 23.886†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἥμων
-
8 ἥμων
ἥμων, ονος, ὁ, der Werfende, Schießende -
9 ημων
-
10 ἤμων
Βλ. λ. ήμων -
11 ἥμων
Βλ. λ. ήμων -
12 ἡμῶν
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἡμῶν
-
13 ημών
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ημών
-
14 ημών
γεν. от ημείς -
15 ἡμῶν
наш, нас; р.п. мн.ч. от ἐγώ.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡμῶν
-
16 ἡμῶν
нашегонас наш наши наше наших нашем нами нашему наша нашим нашей нашу [из] нас нашими [к] нам нам [о] нас нас [посланного] НашегоΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡμῶν
-
17 συν-ήμων
-
18 μεθ-ήμων
-
19 ἀ-συν-ήμων
ἀ-συν-ήμων, ον, = ἀσύνετος, Aesch. Ag. 1030.
-
20 Πάτερ ημών
Πάτερ ημών τοОтче наш – Господня молитва, см. Κυριακή προσευχήΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Πάτερ ημών
См. также в других словарях:
ήμων — ἥμων, ο (Α) στον πληθ. οἱ ἥμονες ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (τού ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. τού ἵημι) + μων] … Dictionary of Greek
ἥμων — thrower masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμῶν — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st pl ἡμός fem gen pl ἡμός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤμων — ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἤ̱μων , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἤ̱μων , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάτερ ημών — το η Κυριακή προσευχή· στον πληθ. πατερημά, τα προσευχή γενικά: Κάνε τα πατερημά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χἠμῶν — ἡμῶν , ἐγώ I at least masc/fem gen 1st pl ἡμῶν , ἡμός fem gen pl ἡμῶν , ἡμός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμόνων — ἥμων thrower masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμονας — ἥμων thrower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμονες — ἥμων thrower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμονος — ἥμων thrower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)